ομοφρονώ

Greek Monolingual

(Α ὁμοφρονῶ, -έω) ομόφρων
έχω τις ίδιες σκέψεις, τα ίδια φρονήματα και τις ίδιες αρχές, απόψεις ή διαθέσεις με κάποιον άλλο, συμφωνώ, είμαι ομόφρων («οὐκ ἐθελῆσαι ὁμοφρονέειν, ἀλλὰ γνώμῃ διενειχθέντας», Ηρόδ.).