ομφαλοθρυψία

Greek Monolingual

η
ιατρ. σύνθλιψη της ομφαλίδας που γίνεται για να εξασφαλισθεί αιμόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + θρύψις (< θρύπτω «συντρίβω»)].