Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ομφαλώδης
Greek Monolingual
-ες (Α ὀμφαλώδης, -ῶδες) ομφαλός ομφαλοειδής το αρσ. ως ουσ. ο ομφαλώδης βοτ.γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 περίπου είδη της περιοχής της Μεσογείου και του Μεξικού.