ὁμόκαπος, ὁ (Α)συν. στον πληθ. οἱ ὁμόκαποισυνδαιτημόνες, ομοτράπεζοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κάπη «φάτνη, θέση για τροφή ζώων»].