Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ονήλατος
Greek Monolingual
ὀνήλατος, -ον (Α) 1. αυτός που σύρεται από όνους 2.φρ. «κλείνη ὀνήλατος» πιθ.σαμάρι όνου. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὄνος+ -ήλατος (<ἐλαύνω), πρβλ.ιππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].