ὀνήτωρ και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)1. ωφέλιμος, χρήσιμος2. είδος εμπλάστρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- του ὀνίνημι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ)].
ονήτωρ: дор. ὀνάτωρ, ορος (ᾱ) adj. m приносящий пользу, благодетельный Pind.