ονειδιστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀνειδιστικός, -ἡ, -όν) ονειδιστής
προσβλητικός, υβριστικός, χλευαστικός.
επίρρ...
ονειδιστικώς και -ά (Α ὀνειδιστικῶς)
με ονειδιστικό τρόπο, υβριστικώς, ταπεινωτικώς.
-ή, -ό (Α ὀνειδιστικός, -ἡ, -όν) ονειδιστής
προσβλητικός, υβριστικός, χλευαστικός.
επίρρ...
ονειδιστικώς και -ά (Α ὀνειδιστικῶς)
με ονειδιστικό τρόπο, υβριστικώς, ταπεινωτικώς.