-ή, -ό (ΑΜ ὀνικός, -ή, -όν)όνος1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο2. φρ. «ονικά κτήνη» — οι όνοιμσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνικάοι όνοι.