ὀνοκένταυρος, ό, θηλ. όνοκένταυρα (Α)1. είδος πιθήκου χωρίς ουρά2. είδος δαιμόνων που κατοικούσαν σε άγριους και έρημους τόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κένταυρος].