ονυχιμαίος
Greek Monolingual
ὀνυχιμαῖος, -α, -ον (ΑΜ)
αυτός που αποτελείται από ελάχιστα μέρη, από τμήματα μικρού μεγέθους, μικροσκοπικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (Ι) + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. κλοπιμαίος), πιθ. μέσω αμάρτυρου ονύχιμος].
ὀνυχιμαῖος, -α, -ον (ΑΜ)
αυτός που αποτελείται από ελάχιστα μέρη, από τμήματα μικρού μεγέθους, μικροσκοπικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (Ι) + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. κλοπιμαίος), πιθ. μέσω αμάρτυρου ονύχιμος].