οξυθυμώ

Greek Monolingual

ὀξυθυμῶ, -έω (Α) οξύθυμος
1. είμαι οξύθυμος, οργίζομαι εύκολα
2. παθ. ὀξυθυμοῦμαι, -έομαι
κυριεύομαι από σφοδρή οργή, εξοργίζομαι, θυμώνω πολύ, χολώνομαι.