ὀξύκερως, -ωτος, ὁ, ἡ (ΑΜ)αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα («ὀξύκερως θήρ», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέρας, κέρως (πρβλ. μονόκερως)].