Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οπισθογραφώ
Greek Monolingual
-έω παραχωρώ έναν τίτλο ή δίνωεντολή είσπραξής του υπογράφοντας στο πίσωμέρος του εγγράφου κυριότητας. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὀπισθογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].