οπισθόχειρ

Greek Monolingual

ὀπισθόχειρ, -χειρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει δεμένα τα χέρια πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + χείρ, χειρός].