ὀπισθόχειρ
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, with the hands tied behind, D.C.Fr.24.3.
German (Pape)
[Seite 358] ειρος, die Hände auf dem Rücken gebunden habend, D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθόχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὰς χεῖρας πρὸς τὰ ὀπίσω δεδεμένας, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Δίωνος Κ.
Greek Monolingual
ὀπισθόχειρ, -χειρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει δεμένα τα χέρια πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + χείρ, χειρός].