οπιώδης
Greek Monolingual
-ες
αυτός που περιέχει όπιο («οπιώδες φάρμακο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη].
-ες
αυτός που περιέχει όπιο («οπιώδες φάρμακο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη].