Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οπλαρχηγός
Greek Monolingual
ο εθελοντήςαρχηγός ομάδας μαχητών η οποία φέρει όπλα και είναι ικανή να διεξάγει ένοπλο αγώνα αλλά δεν ανήκει σε τακτικό στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].