οπτάνθρακας
Greek Monolingual
ο
το κοκ, πορώδες υπόλειμμα που λαμβάνεται κατά την πυρόλυση τών γαιανθράκων και χρησιμοποιείται στη χαλυβουργία, στη χημική βιομηχανία, ως καύσιμο κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + άνθραξ. Η λ., στον λόγιο τ. ὀπτάνθραξ, μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη].