οργιώδης

Greek Monolingual

-ες
1. οργιαστικός
2. φρ. «οργιώδης βλάστηση» — ανεπτυγμένη βλάστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όργια. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Γ. Κ. Στρατήγη].