βλάστηση

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source

Greek Monolingual

η (AM βλάστησις) βλαστάνω
το να βλαστάνει κάτι, φύτρωμα
μσν.- νεοελλ.
φυτό
νεοελλ.
1. το σύνολο των φυτών ενός τόπου
2. η χρονική περίοδος κατά την οποία τα φυτά πετάνε βλαστάρια.