ορειτύπος

Greek Monolingual

ὀρειτύπος και ὀρεοτύπος και ὀροιτύπος και ὀροτύπος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρεο- / ὀρο- / ὀροι- (βλ. λ. όρος [II]) + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκοτύπος.