ορθοκέρατος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀρθοκέρατος, -ον)
αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος), πρβλ. οξυκέρατος].
-η, -ο (Α ὀρθοκέρατος, -ον)
αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος), πρβλ. οξυκέρατος].