ορθοπνοϊκός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀρθοπνοϊκός, -ή, -όν) ορθόπνοια
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθόπνοια
2. αυτός που πάσχει από ορθόπνοια.