ὀρθοπνοϊκός
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ὀρθοπνοϊκή, ὀρθοπνοϊκόν, orthopneic, connected with orthopnoea (ὀρθόπνοια), Id.Coac.417,538.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοπνοϊκός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐξ ὀρθοπνοίας, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 185.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀρθοπνοϊκός, -ή, -όν) ορθόπνοια
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθόπνοια
2. αυτός που πάσχει από ορθόπνοια.