οριζοντιότητα
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα του οριζόντιου, το να έχει κάτι οριζόντια θέση («οριζοντιότητα επιπέδων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οριζόντιος. Η λ., στον λόγιο τ. ὁριζοντιότης, μαρτυρείται από το 1845 στον Ηρ. Μητσόπουλο].
η
η ιδιότητα του οριζόντιου, το να έχει κάτι οριζόντια θέση («οριζοντιότητα επιπέδων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οριζόντιος. Η λ., στον λόγιο τ. ὁριζοντιότης, μαρτυρείται από το 1845 στον Ηρ. Μητσόπουλο].