ηη κατάθεση ένορκης διαβεβαίωσης, ιδίως ενώπιον δικαστηρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορκοδοτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στους Ελληνικούς Κώδικες].