(I)ὁρμίσκος, ὁ (Α) [όρμος (Ι)]1. μικρό περιδέραιο2. σφραγίδα σε δαχτυλίδι. (II)ομικρός όρμος, λιμανάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < όρμος (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση].