ορνίθι
Greek Monolingual
το (Α ὀρνίθιον) [[όρνις, -ιθος]]
μικρή όρνιθα, κοτόπουλο
νεοελλ.
(σκωπτικά) (για πρόσωπο) αφελής άνθρωπος, αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους άλλους, κουτορνίθι
αρχ.
μικρό πτηνό.
το (Α ὀρνίθιον) [[όρνις, -ιθος]]
μικρή όρνιθα, κοτόπουλο
νεοελλ.
(σκωπτικά) (για πρόσωπο) αφελής άνθρωπος, αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους άλλους, κουτορνίθι
αρχ.
μικρό πτηνό.