Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οροαιμάτωμα
Greek Monolingual
το ιατρ. όγκος ο οποίος σχηματίζεται κάτω από το τριχωτό δέρμα της κεφαλής του εμβρύου κατά τη στιγμή του τοκετού και οφείλεται σε οροαιματώδη έγχυση του υποδόριου κυτταρώδους ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ.<ορός+αιμάτωμα].