ορός

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

και, εσφ. ανάγν., ορρός, ο (ΑΜ ὀρός και εσφ. ανάγν. ὀρρός)
1. το υδαρές υπόλειμμα του γάλακτος μετά την αφαίρεση της τυρίνης και του βουτύρου, το μετά την πήξη του γάλακτος υδατώδες υπόλειμμα, τα τυρόγαλο
2. το υγρό που απομένει στην πληγή μετά την πήξη του αίματος
νεοελλ.
1. (αιματολ.) κίτρινο υδατώδες υγρό που εξιδρώνεται από έναν θρόμβο ολικού πηγμένου αίματος ή που αποχωρίζεται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια απινιδωμένου αίματος κατά τη φυγοκέντρησή του
2. φρ. α) «φυσιολογικός ορός» — θεραπευτικό διάλυμα του οποίου η ωσμωτική πίεση είναι ίση με του ορού του αίματος, όπως λ.χ. του χλωριούχου νατρίου ή της γλυκόζης
β) «θεραπευτικός ορός» — ορός ανθρώπου ή ζώου που έχει ανοσοποιηθεί κατά μικροβίων διαφόρων λοιμωδών νοσημάτων με αυξανόμενες δόσεις αντιγόνων ή έχει υποβληθεί σε διάφορες θεραπείες
γ) «αντιλεμφοκυτταρικός ορός» — ορός ικανός να ελαττώνει ή να αναστέλλει την ανοσιακή δραστηριότητα τών λεμφοκυττάρων
αρχ.
1. το υγρό μέρος της πίσσας
2) φρ. «σπερματικὸς ὀρός» και απλώς «ὀρός» — το ρευστό του σπέρματος, το υδατώδες μέρος του ανθρώπινου ή ζωικού σπέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. όν. (πρβλ. τροφός, θορός) με ιωνική ψίλωση που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ser- «ρέω, κυλώ» και συνδέεται με αρχ. ινδ. sara- «ρέω» (< sisarti «ρέω, χύνομαι»)και λατ. serum «ορός». Τα βυζαντινά χειρόγραφα δίνουν τ. ὀρρός, που οφείλεται πιθ. σε εσφ. ανάγν. του τ. ὀρός. Στη Νέα Ελληνική έχουμε μία σειρά επιστημονικών όρων με α' συνθετικό ορο-, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν προέλθει από μετάφραση στην Ελληνική του λατ. serum (οροαιματώδης, πρβλ. αγγλ. serosanguinus, οροαντίδραση, πρβλ. γαλλ. seroreaction).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό ορο-) οροαιματώδης, οροαιμάτωμα, οροαλβουμίνη, οροαντίδραση, οροβλεννογόνος, ορόγαλα, ορογόνος, οροδιάγνωση, οροεμβολιασμός, οροεξασθένηση, οροθεραπεία, οροϊνώδης, ορολεύκωμα, ορολογία (Ι), ορονοσία, οροπυώδης, οροστέγεια, οροσυγκόλληση, οροσφαιρίνη].