ὀρσίπους, -ποδος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που σηκώνει, που θέτει σε κίνηση τα πόδια, ταχύς, ταχύπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + πούς.