ταχύπους

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπους Medium diacritics: ταχύπους Low diacritics: ταχύπους Capitals: ΤΑΧΥΠΟΥΣ
Transliteration A: tachýpous Transliteration B: tachypous Transliteration C: tachypous Beta Code: taxu/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, swift-footed, fleet of foot E.Ba.782, Ar.Eq.1068; ἴχνος E.Tr.232 (anap.); κῶλον Id.Ba.168 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1076] ποδος, ὁ, ἡ, schnellfüßig; ἵπποι, Eur. Bacch. 781; ἴχνος, Troad. 232; κῶλον, Bacch. 168; Ar. Equ. 1063; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds agiles.
Étymologie: ταχύς, πούς.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύπους: 2, gen. ποδος (χῠ) быстроногий, быстрый (ἵππος, ἴχνος, κῶλον Eur.; κυναλώπηξ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ταχὺς τοὺς πόδας, ὡς τὸ ὠκύπους, Εὐρ. Βάκχ. 782, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068· ἴχνος Εὐρ. Τρῳ. 232· κῶλον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 168.

English (Slater)

τᾰχύπους swift footed ἱστάμεναι χορὸν (ταχύ)ποδα παρθένοι (Pae. 2.100)

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
ο γρήγορος στα πόδια, αυτός που βαδίζει ή κινείται γρήγορα, γοργοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πούς (πρβλ. βραδύπους)].

Greek Monotonic

τᾰχύπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύπουν, τό, γρήγορος στα πόδια, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

τᾰχύ-πους,
swift-footed, Eur., Ar.

English (Woodhouse)

quick

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)