Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οστεάνθρακας
Greek Monolingual
ο χημ.τύπος ενεργού ζωικού άνθρακα που λαμβάνεται με απανθράκωση οστών και χρησιμοποιείται ως μέσο αποχρωματισμού τών υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὀστέον / ὀστοῦν+ἄνθραξ. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεάνθραξ, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδαΑκρόπολις].