οστεοθήκη

Greek Monolingual

η
1. ξύλινο ή μεταλλικό κιβώτιο στο οποίο φυλάσσονται τα οστά ανακομιζόμενων νεκρών
2. οικοδόμημα στο οποίο αποτίθενται τα οστά νεκρών.