οστρακόεις

Greek Monolingual

ὀστρακόεις, -εσσα, -εν και συνηρ. τ. ὀστρακοῦς, -οῦν (Α)
(ποιητ. τ.) οστράκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -όεις].