οσφυϊκός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οσφύ. (α. «οσφυϊκός πόνος» β. «οσφυϊκός σπόνδυλος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].