σπόνδυλος
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
Ionic and later Greek for σφόνδυλος.
German (Pape)
[Seite 924] ἡ, att. σφόνδυλος, w. m. s.; Tim. Locr. 100 a; Strab. 2, 5, 6.
Greek Monolingual
σπόνδυλος, ο, ΝΜΑ, και αττ. τ. σφόνδυλος Α
1. καθένα από τα βραχέα οστά τα οποία, τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο, σχηματίζουν τη σπονδυλική στήλη (α. «ο άνθρωπος έχει 33 σπονδύλους» β. «σύγκειται ἡ ῥάχις ἐκ σφονδύλων», Πλάτ.)
2. αρχιτ. καθένας από τους κυλινδρικούς λίθους που σχηματίζουν έναν κίονα
3. το εξάρτημα που προσαρμόζεται στην άκρη του αδραχτιού και ρυθμίζει την περιστροφική του κίνηση, κν. σφοντύλι
νεοελλ.
1. (στον τ. σφόνδυλος) βαρύς και μεγάλης ακτίνας τροχός εμβολοφόρου κινητήριας μηχανής κατάλληλος για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διατήρηση της ομοιομορφίας της περιστροφικής κίνησης του παραπάνω τροχού
2. βοτ. α) το σύνολο τών φύλλων που εκφύονται από το ίδιο γόνατο
β) καθεμιά από τις τέσσερεις ομάδες μεταμορφωμένων φύλλων του άνθους, αλλ. κύκλος
μσν.-αρχ.
1. είδος οστρακοδέρμου
2. η κεφαλή ενός είδους του φυτού κινάρα
3. τράχηλος, αυχένας
αρχ.
1. (γενικά) άρθρωση οστών
2. η αγκαθωτή σειρά στο κεφάλι του ψαριού κεστρεύς
3. μηχάνημα για το άνοιγμα θύρας ή καταπακτής
4. το σχήμα του τμήματος της γήινης σφαίρας που βρίσκεται μεταξύ του ισημερινού και του αρκτικού κύκλου
5. η δικαστική ψήφος
6. στον πληθ. οἱ σπόνδυλοι
η σπονδυλική στήλη
7. φρ. «σφόνδυλοι μεγάλοι»
πιθ. οι σπόνδυλοι κίονα οι οποίοι χρησιμοποιούνταν ως βλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. σφόνδ-υλος / σπόνδ-υλος (με εναλλαγή κλειστού και δασέος συμφώνου) έχει σχηματιστεί με επίθημα -υλος (πρβλ. δάκτυλος, κόνδυλος), πιθ. μέσω αμάρτυρου σφόνδος. Πιθανή φαίνεται η σύνδεση της λ. με τα σφοδρός, σφεδανός, σφαδάζω, σφενδόνη (βλ. λ. σφαδάζω). Η Λατινική έχει δανειστεί τους τ. spondylos, spondylium, οι οποίοι πέρασαν στις ρομανικές γλώσσες και δημιούργησαν πλήθος συνθ.].
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό σφαδάζω.
Translations
vertebra
Afrikaans: werwel; Arabic: فَقَرَة; Egyptian Arabic: فقرة; Armenian: ող; Bashkir: умыртҡа; Belarusian: пазванок; Bulgarian: гръбначен прешлен; Burmese: ကျောရိုးဆစ် sg, ကျောရိုးဆစ်များ; Catalan: vèrtebra; Cebuano: dugokan; Chinese Mandarin: 椎骨, 脊椎, 脊椎骨; Min Nan: 透龍骨/透龙骨; Czech: obratel; Danish: ryghvirvel; Dutch: wervel, rugwervel, ruggengraatswervel; Evenki: сигдэ, нугды̄; Finnish: nikama, selkänikama; French: vertèbre; Galician: vértebra; Georgian: მალა, ხერხემალი; German: Wirbel, Wirbelknochen; Greek: σπόνδυλος; Ancient Greek: σφόνδυλος, σπόνδυλος; Hebrew: חֻלְיָה; Hungarian: csigolya; Ingrian: piiluu, nikan; Interlingua: vertebra; Inupiaq: ikik; Irish: veirteabra; Italian: vertebra; Japanese: 椎骨; Korean: 척추(脊椎); Kurdish Northern Kurdish: birrbirre; Latin: vertebra; Latvian: skriemelis; Macedonian: пршлен; Malayalam: കശേരു; Maori: tangai; Mongolian: нугалам, нурууны үе, нугалмай, сээр; Navajo: íígháán; Norwegian: ryggvirvel; Ottoman Turkish: فقره, مهره; Persian: مهره; Polish: kręg inan; Portuguese: vértebra; Romanian: vertebră; Russian: позвонок; Scottish Gaelic: cnàimh an droma, dromaltach; Serbo-Croatian Cyrillic: пршљен, краљежак, краљешак; Roman: pršljen, králježak, králješak; Slovene: vretence; Spanish: vértebra; Swedish: ryggkota, kota; Tagalog: gulugod; Turkish: omur; Ukrainian: хребець; Walloon: cronzoxh; Welsh: cefngymal, fertebra; Yakut: тоноҕос