οσχοφόροι

Greek Monolingual

ὀσχοφόροι και ὠσχοφόροι, οἱ (Α)
οι νεαροί που μετείχαν στα οσχοφόρια και κρατούσαν τους όσχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλήμα αμπέλου» + -φόρος].