ουδετέρωθι

Greek Monolingual

οὐδετέρωθι (Α)
επίρρ. σε κανένα από τα δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. εκατέρωθι)].