Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ουρητήρας
Greek Monolingual
ο (Α οὐρητήρ, -ῆρος) στον πληθ.οι ουρητήρες δύο σωληνοειδείς πόροι που μεταφέρουν τα ούρα από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη αρχ. η ουρήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ.<οὐρῶ+επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. αυλητήρ)].