ουσιώ

Greek Monolingual

οὐσιῶ, -όω (Α) ουσία
1. δίνω υπόσταση, δημιουργώ
2. παθ. οὐσιοῦμαι, -όομαι
υπάρχω ή έχω ουσία («φωνὴ οὐδεμία οὐσίωται, εὐτυχεῖν δὲ καὶ δυστυχεῖν οὐσίαις τισὶν ἐπιλέγεται», Ευστ.).