ὀφθαλμίζω (ΑΜ) οφθαλμόςμσν.(σχετικά με δένδρο) εμβολιάζω, μπολιάζωαρχ.παθ. ὀφθαλμίζομαια) (για δένδρο) ενοφθαλμίζομαι, εμβολιάζομαιβ) κοσμούμαι με πολύτιμους λίθουςγ) πάσχω από οφθαλμία.