ὀφθαλμίζομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be inoculated or engrafted, of trees, Thphr. CP 2.14.4 sq. codd.; cf. ἐνοφθαλμίζω.
2 to be set with precious stones, etc., Suid.
II to be ill of ophthalmia, Plu.2.633d.
German (Pape)
[Seite 425] von einer Augenkrankheit, ὀφθαλμία, angesteckt werden; ὀφθαλμισθῆναι αὐτοῦ τοὺς όφθαλμούς, Plut. Symp. 2, 2; Sp.
French (Bailly abrégé)
ao. ὀφθαλμίσθην;
être atteint d'ophtalmie.
Étymologie: ὀφθαλμία.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμίζομαι: Παθητ., ἐνοφθαλμίζομαι, «ἐμβολιάζομαι», ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 14, 4 κἑξ., Γεωπ. 10. 69, 1, πρβλ. ἐνοφθαλ-. 2) κοσμοῦμαι διὰ πολυτίμων λίθων, «ὠφθαλμισμένους ἄνθραξι καὶ ἠλέκτροις εἶχον τοὺς πόδας αἱ κλῖναι τῶν ἀρχαίων» Σουΐδ. ἐν λ. ὠφθαλμισμένους. ΙΙ. πάσχω ἐξ ὀφθαλμίας, Πλούτ. 2. 663D.
Russian (Dvoretsky)
ὀφθαλμίζομαι: болеть воспалением глаз: ὀφθαλμισθῆναί τινος τοὺς ὀφθαλμούς Plut. заразиться от кого-л. воспалением глаз.