οφθαλμιατρείο
Greek Monolingual
το
θεραπευτήριο οφθαλμικών παθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίατρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Μνημοσύνη].
το
θεραπευτήριο οφθαλμικών παθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίατρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Μνημοσύνη].