οφθαλμίατρος

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

ο, η
γιατρός εξειδικευμένος στην οφθαλμιατρική, αλλ. οφθαλμολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + ιατρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].