οφθαλμίατρος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

ο, η
γιατρός εξειδικευμένος στην οφθαλμιατρική, αλλ. οφθαλμολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + ιατρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].