οφθαλμοδουλεία
Greek Monolingual
ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α)
η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία.
ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α)
η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία.