οφθαλμοπάθεια

Greek Monolingual

η
ονομασία κάθε οφθαλμικής πάθησης, αλλ. οφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Σπ. Μαυρογένη].