οφθαλμοπλανία

Greek Monolingual

ὀφθαλμοπλανία, ἡ (Α)
απάτη τών οφθαλμών, οφθαλμαπάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -πλανία (< -πλανής < πλανώμαι)].