οφθαλμορραγία

Greek Monolingual

η
αιμορραγία τών αγγείων του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmorrhagie (< οφθαλμός + -ρραγία < ρήγνυμι), πρβλ. αιμορραγία].