οφθαλμωδυνία
Greek Monolingual
η
οφθαλμαλγία, πονόματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmodynie (< οφθαλμός + -ωδυνία < -ώδυνος < οδύνη)].
η
οφθαλμαλγία, πονόματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmodynie (< οφθαλμός + -ωδυνία < -ώδυνος < οδύνη)].